τσιμπούρι

τσιμπούρι
tique

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τσιμπούρι — τσιμπούρι, το και τσιμούρι, το 1. το έντομο «κρότωνας», παράσιτο του δέρματος των ζώων (και κυρίως του σκύλου). 2. μτφ., άνθρωπος πολύ ενοχλητικός και φορτικός: Μου γινε τσιμπούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμπούρι — το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών παρασιτόμορφων ακάρεων τής υπόταξης μεταστίγματα, που περιλαμβάνει αιματορρόφα είδη, εξωπαράσιτα τών σπονδυλοζώων 2. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός άνθρωπος («μάς έγινε τσιμπούρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμούρι*, με… …   Dictionary of Greek

  • τσιβίκι — το, Ν (παλ. τ.) τσιμπούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το αρχ. κίμβιξ «φιλάργυρος, μικρολόγος, λεπτολόγος», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *κιμβίκιον με τσιτακισμό, ενώ, κατ άλλη άποψη, από τον τ. τριβίκιον «τσιμπούρι»] …   Dictionary of Greek

  • τσιμούρι — το, Ν το τσιμπούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κίμμυρος, τ. που παραδίδει ο Ησύχ. με σημ. «μικρολόγος», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *κιμμύριον (βλ. και τσιμπούρι)] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • δερμάνυσσος — ο μικρό άκαρι που παρασιτεί κυρίως τα πουλερικά, τσιμπούρι τής κότας …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • κρότωνας — ο (Α κρότων, ωνος και κροτών, ώνος) άκαρι, τσιμπούρι που παρισιτεί κυρίως στον σκύλο νεοελλ. βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ευφορβιώδη β) κοινή ονομασία τού φυτού Codiaeum variegatum τού γένους κοδίαιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”